συχνές ερωτήσεις
Το υπερηχογράφημα είναι μια απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια. Είναι μια εξέταση που εκτελείται στο εξεταστικό κρεβάτι σε πραγματικό χρόνο και δυναμικά, ο γιατρός δηλαδή εκείνη τη στιγμή και με τη συνεργασία του ασθενή λαμβάνει την απεικονιστική πληροφορία που χρειάζεται. Είναι ασφαλής και φθηνή μέθοδος εξέτασης καθώς γίνεται με τη χρήση απλών υπερήχων χωρίς έκθεση του ασθενή σε ακτινοβολία. Με τη χρήση των υπερήχων μπορούν να μελετηθούν οι αρθρώσεις του ώμου , του γόνατος, του ισχίου, της ποδοκνημικής ενώ ακόμη μπορούν να διαγνωστούν μυϊκές και τενόντιες παθήσεις σε ελάχιστα λεπτά και με ικανοποιητική ευαισθησία. Χρησιμοποιούνται επίσης για τη μελέτη όγκων των μαλακών ιστών αλλά και για την ακριβή έγχυση φαρμάκων ενδαρθρικά.
Η οστεοαρθρίτιδα είναι μια εκφυλιστική πάθηση με πολυπαραγοντική αιτιολογία. Το αυξημένο σωματικό βάρος, η κληρονομική προδιάθεση, προηγούμενοι τραυματισμοί και η φυσιολογική διαδικασία της γήρανσης του χόνδρου είναι οι κυριότερες αιτίες ανάπτυξης της. Η πάθηση μπορεί να προσβάλλει οποιαδήποτε άρθρωση, είναι συχνότερη ωστόσο στις αρθρώσεις της σπονδυλικής στήλης, της άκρας χειρός, του γόνατος, του ισχίου και του ώμου. Τα ενοχλήματα που προκαλεί η οστεοαρθρίτιδα είναι πόνος και πρήξιμο στις αρθρώσεις, ενώ σε προχωρημένες καταστάσεις μπορεί να προκαλέσει δυσκαμψία ή και παραμόρφωση της άρθρωσης που πάσχει. Η διάγνωση γίνεται συνήθως με τη χρήση απλών ακτινογραφιών ενώ και άλλες απεικονιστικές μέθοδοι μπορούν να φανούν χρήσιμες. Η θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική. Στις επιλογές της συντηρητικής θεραπείας περιλαμβάνονται η απώλεια σωματικού βάρους, η άσκηση, η φυσικοθεραπεία, η ενδαρθρική έγχυση φαρμάκων και βιολογικών παραγόντων, αναλγητικά ή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και τροποποίηση δραστηριοτήτων. Σε περιπτώσεις που αποτυγχάνει ή δεν αρκεί η συντηρητική θεραπεία, χειρουργικές επεμβάσεις (π.χ. αντικατάσταση της άρθρωσης = αρθροπλαστική) έχουν θέση στην οριστική αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας.
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι η πιο συχνή πιεστική νευροπάθεια στο άνω άκρο. Οφείλεται στην παγίδευση του μέσου νεύρου κατά την πορεία του σε ένα στενό χώρο στη βάση της παλάμης μας. Σχετίζεται με τη χειρωνακτική εργασία, με το σακχαρώδη διαβήτη και άλλες συστηματικές νόσους. Συνήθως ο ασθενής έχει αίσθημα μουδιάσματος στον αντίχειρα, το δείκτη και το μέσο δάκτυλο, το οποίο επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας και δεν υποχωρεί με τη χρήση απλών αναλγητικών. Η διάγνωση είναι κυρίως κλινική ενώ ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος είναι χρήσιμος. Συντηρητική θεραπεία ακολουθείται σπάνια και μόνο σε περιπτώσεις που η χειρουργική επέμβαση κρίνεται επικίνδυνη η απρόσφορη για τον ασθενή. Η πάθηση θεραπεύεται κατά κανόνα χειρουργικά με αποσυμπίεση – απελευθέρωση του μέσου νεύρου με μια μικρή τομή στη βάση της παλάμης.
Οι τενοντίτιδες της ωμικής ζώνης είναι σχετικά συχνές σε άτομα που χρησιμοποιούν αρκετά το άνω άκρο στην εργασία ή την καθημερινότητά τους. Θεωρούνται σύνδρομα καταπόνησης και οι πιο συχνές είναι η τενοντίτιδα του δικεφάλου βραχιονίου και η τενοντίτιδα του υπερακανθίου. Παρουσιάζονται με πόνο στον ώμο – ο οποίος συχνά εμφανίζεται στην ηρεμία – και με περιορισμό των κινήσεων του ώμου. Η διάγνωση των παθήσεων αυτών μπορεί να γίνει κλινικά, με την χρήση του υπερηχογραφήματος, με απλές ακτινογραφίες ή με μαγνητική τομογραφία. Η θεραπεία των παθήσεων αυτών διαφοροποιείται ανάλογα με την εντόπιση, την ένταση των συμπτωμάτων και τα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενή. Αντιφλεγμονώδη φάρμακα και έγχυση κορτικοστεροειδών στην άρθρωση του ώμου υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση είναι η αιχμή της συντηρητικής θεραπείας. Σε επίμονες περιπτώσεις ή περιπτώσεις όπου οι τενοντίτιδες οδηγούν σε σημαντική εκφύλιση και ρήξη των τενόντων η θεραπεία δεν αποκλείεται να είναι χειρουργική. Οι χειρουργικές επεμβάσεις του ώμου είναι πλέον εφικτό να γίνονται αρθροσκοπικά, δηλαδή με πολύ μικρές τομές και ελάχιστη νοσηλεία και νοσηρότητα του ασθενούς.
Η ρήξη του τενοντίου πετάλου του ώμου είναι μια πάθηση που μπορεί να έχει ως αιτία είτε τραυματισμό των τενόντων των στροφέων του ώμου είτε τη διακοπή της συνέχειας τους λόγω εκφύλισης. Τα συμπτώματα είναι συνήθως εκτός από πόνος στην ωμική ζώνη, αδυναμία ή ανεπάρκεια σε κινήσεις στροφής και απομάκρυνσης του μπράτσου από το σώμα. Η διάγνωση μιας τέτοιας ρήξης μπορεί να γίνει κλινικά και με τη χρήση υπερηχογραφήματος αλλά ως εξέταση εκλογής θεωρείται η μαγνητική τομογραφία. Η ρήξη του τενοντίου πετάλου του ώμου θεωρείται μια πάθηση θεραπευόμενη κατεξοχήν χειρουργικά. Η μη αποκατάσταση της βλάβης μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική και ταχεία εκφύλιση της άρθρωσης του ώμου και δευτεροπαθή οστεοαρθρίτιδα. Η συντηρητική θεραπεία προκρίνεται μόνο σε ασθενείς ηλικιωμένους, χαμηλών απαιτήσεων ή που πάσχουν από σημαντικά γενικότερα προβλήματα υγείας. Η χειρουργική θεραπεία γίνεται με αποκατάσταση – επανακαθήλωση του τένοντα των στροφέων στην ανατομική του θέση. Η εγχείρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί αρθροσκοπικά με μικρές τομές, ελάχιστη νοσηλεία και ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο.
Στις συνδεσμικές κακώσεις του γόνατος περιλαμβάνεται ένα ευρύ φάσμα τραυματικών βλαβών των μαλακών μορίων της άρθρωσης. Η συνδεσμική κάκωση στο γόνατο μπορεί να αφορά σε ρήξη των μηνίσκων, των χιαστών συνδέσμων ή των πλάγιων συνδέσμων. Είναι αποτέλεσμα τραυματισμού (συνήθως κατά τη διάρκεια αθλητικής δραστηριότητας) και εκδηλώνεται με πόνο και πρήξιμο στο γόνατο, ενώ η βάδιση πολλές φορές είναι αδύνατη. Η διάγνωση των συνδεσμικών κακώσεων του γόνατος γίνεται κλινικά και με απεικονιστικές μεθόδους. Το υπερηχογράφημα του γόνατος μπορεί να δώσει κάποιες πληροφορίες για την κατάσταση των συνδέσμων και της άρθρωσης αλλά η εξέταση εκλογής για την διάγνωση είναι η μαγνητική τομογραφία. Η θεραπεία των συνδεσμικών κακώσεων του γόνατος ποικίλει ανάλογα με την ηλικία, το επίπεδο δραστηριότητας του ασθενή αλλά και τον σύνδεσμο που έχει βλαφθεί. Οι ρήξεις των μηνίσκων και των χιαστών συνδέσμων συνήθως απαιτούν χειρουργική αποκατάσταση, ιδιαίτερα σε άτομα με υψηλό επίπεδο δραστηριότητας και μικρής ηλικίας. Συμπτώματα όπως η εμπλοκή του γόνατος ή η αστάθεια προς οποιαδήποτε κατεύθυνση είναι ενδείξεις για χειρουργική αποκατάσταση καθώς οποιαδήποτε άλλη θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή φθορά και αρθροπάθεια του γόνατος. Η χειρουργική των συνδεσμικών κακώσεων του γόνατος γίνεται πλέον με αρθροσκοπικές μεθόδους με μικρές τομές, μικρή διάρκεια νοσηλείας και χαμηλή νοσηρότητα. Ο χρόνος αποκατάστασης ποικίλει ανάλογα με το τελικό επιθυμητό επίπεδο δραστηριότητας και κυμαίνεται από 3 ως 6 μήνες.
Αυχεναλγία και οσφυαλγία σημαίνουν αντίστοιχα πόνος στον αυχένα και πόνος στη μέση. Είναι οι συχνότερες αιτίες επίσκεψης ενός ασθενή σε έναν ορθοπαιδικό γιατρό. Οι αιτίες που προκαλούν τις καταστάσεις αυτές είναι πολλές και διάφορες. Μπορεί η αιτία μιας οσφυαλγίας ή αυχεναλγίας να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, από έναν απλό μυικό σπασμό μέχρι την προσβολή του μυοσκελετικού από κάποιο γενικευμένο συστηματικό νόσημα. Συμπτώματα που σχετίζονται με το νευρικό σύστημα (όπως μουδιάσματα ή μυϊκή αδυναμία στα άκρα) είναι αυτά που θεωρούνται ανησυχητικά σε περίπτωση μιας αυχεναλγίας ή οσφυαλγίας. Για την εντόπιση της αιτίας μιας αυχεναλγίας ή οσφυαλγίας χρειάζεται λεπτομερής κλινική εξέταση και αναλυτικό ιστορικό του ασθενή. Υπό προϋποθέσεις στον ασθενή ζητούνται και απεικονιστικές εξετάσεις με σκοπό την διευκρίνηση της αιτίας. Ανάλογη της διάγνωσης είναι η θεραπευτική προσέγγιση. Η θεραπεία συνηθέστερα περιλαμβάνει απλά αναλγητικά, οδηγίες ανάπαυσης, φυσικοθεραπείες και κλινοστατισμό. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν συμπτώματα νευρολογικής φύσης, μεγάλη διάρκεια και ένταση συμπτωμάτων, παθολογία των μεσοσπονδύλιων δίσκων, αστάθεια της σπονδυλικής στήλης και πάντα αφού διευκρινιστεί η αιτία της πάθησης με ακρίβεια, δεν αποκλείεται η χρήση χειρουργικών μεθόδων για την πλήρη θεραπεία από την αυχεναλγία ή την οσφυαλγία
Κάταγμα (ή κοινώς σπάσιμο) είναι η διακοπή της συνέχειας του οστού. Τα κατάγματα προκαλούνται κυρίως από τραυματισμό ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν ευθραυστότητα στα οστά με αποτέλεσμα το κάταγμα να συμβεί με ελάχιστη βία. Η συχνότερη παθολογική κατάσταση που ευθύνεται για κατάγματα χαμηλής βίας είναι η οστεοπόρωση. Συμπτώματα των καταγμάτων είναι ο πόνος, η παραμόρφωση, το οίδημα και ο κριγμός. Για τη διάγνωση των καταγμάτων συνήθως αρκούν οι απλές ακτινογραφίες. Η επούλωση ενός κατάγματος είναι μια φυσιολογική διαδικασία την οποία αναλαμβάνει ο οργανισμός μας από την πρώτη στιγμή του τραυματισμού του οστού.Τα ανθρώπινα οστά σε φυσιολογικές συνθήκες έχουν την ικανότητα να αναπλάθονται και να επουλώνονται πλήρως. Ευθύνη του γιατρού είναι να εξασφαλίσει τις ιδανικές συνθήκες στις οποίες το κάταγμα θα «κολλήσει» αφήνοντας ένα άριστο αισθητικό και λειτουργικό αποτέλεσμα. Ο τρόπος επίτευξης και διατήρησης της σωστής θέσης των κατεαγότων οστών εξαρτάται από την εντόπιση του κατάγματος, βιολογικούς παράγοντες, τη γενική υγεία του ασθενούς, την ηλικία, τις συνήθειες και το επίπεδο δραστηριότητας του. Η τοποθέτηση ναρθήκων ή γύψων αλλά και χειρουργικές επεμβάσεις με ειδικά ορθοπαιδικά υλικά χρησιμοποιούνται ώστε να εξασφαλίσουν την σωστή επούλωση ενός κατάγματος.
Η οστεοπόρωση είναι η συχνότερη μεταβολική πάθηση των οστών. Πρακτικά πρόκειται για την «αραίωση» της πυκνότητας των οστών ενός οργανισμού. Είναι συνηθέστερη σε γυναίκες μέσης και τρίτης ηλικίας ενώ σχετίζεται άμεσα με παράγοντες γενετικούς,ορμονικούς, διατροφικούς και επιδημιολογικούς (ηλικία, φυλή, φύλο κτλ).Η οστεοπόρωση είναι μία σιωπηρή πάθηση, δηλαδή δεν έχει συμπτώματα που να μας κατευθύνουν ασφαλώς στη διάγνωσή της. Ευθύνη του γιατρού είναι να αναγνωρίσει τους πιθανούς παράγοντες κινδύνου και τους υψηλού ρίσκου ασθενείς. Κι αυτό γιατί η οστεοπόρωση οφείλεται για μεγάλο αριθμό καταγμάτων στην τρίτη ηλικία. Τέτοια κατάγματα είναι τα κατάγματα του ισχίου και τα σπονδυλικά κατάγματα, που μπορεί να προκαλέσουν απώλεια του ύψους ενός ατόμου ή κυφωτική παραμόρφωση (καμπούρα). Η πρόγνωση και θεραπεία της οστεοπόρωσης μπορεί να αποτρέψει κατάγματα σε μεγάλα οστά που συνήθως επιφέρουν σοβαρές επιπλοκές για την γενικότερη υγεία.
Το διάστρεμμα είναι μια συνδεσμική κάκωση, μια βλάβη δηλαδή που συμβαίνει στα μαλακά μόρια που συγκρατούν την άρθρωση. Είναι συνήθως αποτέλεσμα τραυματισμού και τα συμπτώματα είναι πόνος, πρήξιμο και εκχυμώσεις (μελανιές). Τα διαστρέμματα δεν απεικονίζονται στις απλές ακτινογραφίες ωστόσο ο ακτινολογικός έλεγχος είναι χρήσιμος αν ο γιατρός υποψιάζεται κάταγμα στην περιοχή. Η διάγνωσή τους συνήθως γίνεται με κλινική εξέταση ή σε ειδικές περιπτώσεις με μαγνητική τομογραφία. Ο οργανισμός μας έχει τη δυνατότητα να επουλώνει τις συνδεσμικές βλάβες, πολλές φορές όμως όχι εντελώς αποτελεσματικά. Τα διαστρέμματα ποικίλλουν σε βαρύτητα και η ευθύνη του γιατρού είναι να διαγνώσει το βαθμό τραυματισμού των συνδέσμων. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι το διάστρεμμα είναι μια απλή κάκωση και κάτι πιο «ελαφρύ» από ένα κάταγμα. Μπορεί σε κάποια διαστρέμματα η θεραπεία να είναι πιο περίπλοκη και χρονοβόρα από ότι σε ένα κάταγμα στην ίδια περιοχή. Για τη θεραπεία των διαστρεμμάτων μπορεί να χρησιμοποιηθούν νάρθηκες ή απλές οδηγίες αποφόρτισης ενώ σπανιότερα απαιτούνται χειρουργικές επεμβάσεις ή παρατεταμένη διάρκεια φυσικοθεραπείας.
Θλάση ονομάζεται ο τραυματισμός των μυών, είναι δηλαδή ένα «σκίσιμο» στην μάζα ενός μυ. Συμβαίνει κυρίως σε αθλητές νεαρής ηλικίας. Η θλάση εκδηλώνεται ως αιφνίδιος οξύς πόνος στην πορεία ενός μυ κατά την άσκηση και συνοδεύεται από οίδημα και εκχυμώσεις (μελανιές). Είναι συχνά αποτέλεσμα υπέρχρησης, κακής αθλητικής προετοιμασίας ή λάθους προπονητικών οδηγιών. Η διάγνωση μιας μυϊκής θλάσης γίνεται κλινικά και με τη χρήση υπερηχογραφήματος. Σπάνια απαιτούνται περαιτέρω απεικονιστικές εξετάσεις όπως η μαγνητική τομογραφία. Οι μύες μπορούν να αναπλαστούν και να επουλωθούν σχετικά γρήγορα εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων. Η θεραπεία των θλάσεων είναι κατά κανόνα συντηρητική με παγοθεραπεία, αποφόρτιση, επίδεση και ταχεία έναρξη φυσικοθεραπείας για απόκτηση της φυσιολογικής ελαστικότητας και μήκους του πάσχοντος μυός.
Τενοντίτιδα ονομάζεται η φλεγμονή ενός τένοντα ή του ελύτρου («καλύμματος») του. Οι τένοντες είναι τα εξαρτήματα με τα οποία οι μύες ενώνονται με τα οστά ώστε να κινείται μια άρθρωση. Μια τενοντίτιδα συνήθως προκαλείται από υπέρχρηση ή λάθος χρήση κάποιων μυϊκών ομάδων. Τα συμπτώματα είναι πόνος κατά την πορεία ενός τένοντα με την δράση του μυός στον οποίο «ανήκει» ο τένοντας ή με την παθητική διάταση – επιμήκυνση αυτού του τένοντα. Η διάγνωση γίνεται κλινικά και με τη χρήση υπερηχογραφήματος σε κάποιες περιπτώσεις. Συνήθως η θεραπεία απαιτεί ξεκούραση και αποφόρτιση του πάσχοντος τένοντα με χρήση νάρθηκα. Σε ειδικές περιπτώσεις έχει θέση η έγχυση κορτικοστεροειδών φαρμάκων στο «κάλυμμα» του τένοντα.
Η σκολίωση είναι μια παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης κατά την οποία η σπονδυλική στήλη παρουσιάζει καμπύλες και στροφική παραμόρφωση στο στεφανιαίο επίπεδο (όταν κοιτάζουμε ένα άτομο από εμπρός ή πίσω). Οι αιτίες είναι διάφορες, όμως το συχνότερο είδος σκολίωσης είναι η ιδιοπαθής εφηβική σκολίωση. Παρουσιάζεται συνηθέστερα σε έφηβα κορίτσια. Η σκολίωση δεν προξενεί σχεδόν ποτέ ενοχλήσεις ή πόνο, ούτε σχετίζεται με τις βαριές σχολικές τσάντες. Πρόκειται όμως για μια παραμόρφωση η οποία μπορεί να είναι εξελισσόμενη και γι’ αυτό θα πρέπει να ελέγχονται και να παρακολουθούνται όλα τα παιδιά από την προεφηβική ηλικία. Η διάγνωση της σκολίωσης γίνεται κλινικά με κάποιες δοκιμασίες. Επί ενδείξεων απαιτούνται απλές ακτινογραφίες επί των οποίων γίνονται κάποιες ακτινολογικές μετρήσεις. Το είδος της σκολίωσης, τα αποτελέσματα των ακτινολογικών μετρήσεων, η ηλικία, το φύλο του ασθενούς και άλλοι παράγοντες υπαγορεύουν και την θεραπεία. Η θεραπεία μπορεί να είναι απλή παρακολούθηση, χρήση ειδικών κηδεμόνων που συγκρατούν την παραμόρφωση (σπανία την διορθώνουν), ενώ σε σοβαρές ή ταχέως εξελισσόμενες περιπτώσεις δεν αποκλείεται και η χειρουργική θεραπεία.
Η πλατυποδία είναι μια παραμόρφωση του πέλματος. Είναι πρακτικά η ελάττωση του ύψους ή και εξαφάνιση της φυσιολογικής καμάρας που παρουσιάζει το πέλμα μας. Η πλατυποδία αφορά δύο μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Παιδιά προεφηβικής ηλικίας και γυναίκες μέσης ηλικίας. Η αιτία διαφέρει και ανάλογα με την ηλικία. Σε νεαρά άτομα η πλατυποδία συνήθως είναι καλοήθης και δε δημιουργεί σοβαρά προβλήματα πλην περιπτώσεων στις οποίες υπάρχουν δομικές βλάβες στο πέλμα. Σε γυναίκες μέσης ηλικίας η πλατυποδία μπορεί να οφείλεται σε ανεπάρκεια κάποιων τενόντων του πέλματος και προοδευτικά μπορεί να επιδεινώνεται. Η διάγνωση της πλατυποδίας γίνεται κλινικά και με τη χρήση πελματογραφήματος. Συχνότερα η θεραπεία της πλατυποδίας γίνεται με τη χρήση ειδικών πελμάτων και με ασκήσεις για το πόδι. Σε περιπτώσεις που αυτό κρίνεται σκόπιμο και πάντα ανάλογα με την αιτία, δεν αποκλείεται για την διόρθωση και διατήρηση της θέσης της ποδικής καμάρας να απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Ο βλαισός μεγάλος δάκτυλος (κότσι) είναι μια παραμόρφωση του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού που είναι συχνή κυρίως σε γυναίκες της μέσης και τρίτης ηλικίας. Σχετίζεται άμεσα με τη χρήση υψηλών υποδημάτων (τακούνια) και προκαλεί μια επώδυνη διόγκωση στην εσωτερική επιφάνεια του μεγάλου δακτύλου. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν παραμορφώσεις και στα διπλανά δάκτυλα. Η διάγνωση γίνεται κλινικά ενώ πάντοτε χρειάζονται ακτινογραφίες ώστε να γίνουν κάποιες ειδικές ακτινολογικές μετρήσεις. Για τη θεραπεία του βλαισού μεγάλου δακτύλου χρησιμοποιούνται κάποιοι κηδεμόνες (χωρίς μεγάλη επιτυχία) αλλά στις περιπτώσεις που δημιουργούνται αισθητικά ή και κλινικά προβλήματα η θεραπεία κατά κανόνα είναι η χειρουργική διόρθωση.
Οι επικονδυλίτιδες (έσω και έξω) οφείλονται σε καταπόνηση – υπέρχρηση των μυών του πήχη, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τις κινήσεις του καρπού και των δακτύλων. Είναι μια φλεγμονή στο σημείο που οι μυες του πήχη ενώνονται με τα οστά του αγκώνα. Είναι συνήθως υπεύθυνες για πόνο γύρω από τον αγκώνα που είναι βύθιος, μεγάλης διάρκειας και σχετίζεται με τις κινήσεις του καρπού και των δακτύλων. Η διάγνωση γίνεται με την κλινική εξέταση και την χρήση υπερηχογραφήματος. Η θεραπεία ποικίλει ανάλογα με την βαρύτητα των συμπτωμάτων και το επίπεδο δραστηριότητας του ασθενή. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν οδηγίες διατάσεων και φυσικοθεραπείας, αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά φάρμακα και ειδικοί νάρθηκες. Σε επίμονες περιπτώσεις η έγχυση κορτικοστεροειδών φαρμάκων στην περιοχή της φλεγμονής έχει ένδειξη.
Η χονδροπάθεια της επιγονατίδας είναι μία από τις συχνότερες αιτίες επίσκεψης ενός νέου ατόμου σε ορθοπαιδικό χειρουργό. Εκδηλώνεται με πόνο στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος και μερικές φορές υπάρχει πρήξιμο στο γόνατό και αίσθημα κριγμού. Οι αιτίες είναι πολλές και η ακριβής εντόπιση της αιτίας είναι μια πρόκληση. Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει την ακολούθηση ενός προγράμματος μυϊκής ενδυνάμωσης και φυσικοθεραπείας. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου η βαρύτητα των συμπτωμάτων, το επίπεδο δραστηριότητας του ασθενή και η αιτία που προκαλεί την πάθηση προκρίνουν τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης για την πλήρη απαλλαγή από τα συμπτώματα.